- τριττός
- -ή, -όν, Αβλ. τρισσός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τριττός — τρισσός , τρισσός threefold masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρισσός — ή, όν, ΜΑ, και αττ. τ. τριττός και ιων. τ. τριξός, Α τριπλός μσν. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ τρισσά κώδικες με τρεις στήλες αρχ. 1. τρίτος 2. ονομασία μέτρου, το ένα τρίτο άγνωστου μεγέθους 3. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ τρισσοί ασπίδες 4. (στον… … Dictionary of Greek
τριττύς — και τριτύς και δ. γρφ. τρικτύς, ύος, η, ΜΑ, και αιολ. τ. τριπτύς Α 1. ο αριθμός τρία 2. η τριάδα αρχ. 1. τριπλή θυσία, θυσία τριών ζώων 2. το ένα τρίτο κάθε φυλής τού αθηναϊκού κράτους, που υπηρετούσε την πολιτική και στρατιωτική οργάνωση τής… … Dictionary of Greek